- επιθάπτω
- ἐπιθάπτω (Α)1. ξαναθάβω, θάβω δεύτερη φορά2. τοποθετώ νεκρό σε τάφο όπου υπάρχει κι άλλος θαμμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θάπτω — (AM θάπτω) βλ. θάβω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θάπ τω < *θαφ , το οποίο εμφανίζεται με τις μορφές θαπ και ταφ (με τον νόμο τής ανομοιώσεως τών δασέων) και ανάγεται σε ΙE *dhmbh «σκάβω» (η απαθής βαθμίδα *dhembh τής ρίζας δεν απαντά) + επίθημα τω (πρβλ.… … Dictionary of Greek